ῥοδόπαχυν

ῥοδόπαχυν
ῥοδόπᾱχυν , ῥοδόπηχυς
masc acc sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ροδόπηχυς — υ και δωρ. τ. ῥοδόπαχυς και αιολ. τ. Fροδόπαχυς και βροδόπαχυς, Α αυτός που έχει ρόδινα χέρια, ρόδινους βραχίονες (α. «Εὐνίκη ῥοδόπηχυς», Ησίοδ. β. «Ἀῶ τὸν ροδόπαχυν», θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πῆχυς (πρβλ. λευκό πηχυς, χρυσό πηχυς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”